εκκεινώ

εκκεινώ
ἐκκεινῶ (-όω) (Α)
βλ. εκκενώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”